Φίλοι καλωσορίσατε




Καλωσήρθατε στο blog
Ιστορία Κατεύθυνσης, μια σελίδα όπου επιχειρώ να καταχωρίζω οργανωμένα το υλικό που χρησιμοποιώ διδάσκοντας το μάθημα της Ιστορίας (Θεωρητικής κατεύθυνσης/ Προσανατολισμού) στην Τρίτη Τάξη του Λυκείου.

Ε. Η ΕΝΤΑΞΗ... 1. Η ενσωμάτωση των προσφύγων



Οι σημειώσεις του μαθήματος





 Το κείμενο του σχολικού βιβλίου
1. Η ενσωμάτωση των προσφύγων
Η αποκατάσταση και η αφομοίωση των προσφύγων στην Ελλάδα ήταν, κατά γενική ομολογία, το σημαντικότερο επίτευγμα του νέου ελληνικού κράτους. Αν λάβει κανείς υπόψη τις αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, τις πολιτικές περιστάσεις κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, την ελλιπή κρατική οργάνωση και, κυρίως, τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων που έφθασαν στην Ελλάδα, αντιλαμβάνεται γιατί το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων έχει χαρακτηριστεί «τιτάνιο». Μεγάλο μέρος του έργου αυτού έγινε από το 1924 έως το 1928 και σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξε η λειτουργία της ΕΑΠ. Το γεγονός ότι ήταν ένας οργανισμός υπό διεθνή έλεγχο τη βοήθησε να είναι αποστασιοποιημένη από την ταραγμένη ελληνική πολιτική ζωή και ως εκ τούτου αποτελεσματικότερη. Βέβαια, για την υλοποίηση των προγραμμάτων της το ελληνικό κράτος της παραχώρησε τα υλικά μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις το έργο των κατά τόπους επιτροπών της ΕΑΠ ή του κράτους γινόταν βιαστικά, εμπειρικά και πρόχειρα ή εξυπηρετούσε απλώς άμεσες ανάγκες και πολιτικές σκοπιμότητες, αυτό δεν μειώνει τη σπουδαιότητα του συνολικού έργου που επιτεύχθηκε.
Οι πρόσφυγες δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Ανάμεσά τους υπήρχαν διαφορές κοινωνικής προέλευσης, πολιτιστικής παράδοσης, διαλέκτου, ακόμα και γλώσσας (περίπου 100.000 πρόσφυγες ήταν τουρκόφωνοι). Όσοι εύποροι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ή της Ανατολικής Θράκης κατόρθωσαν να φέρουν στην Ελλάδα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους, σχεδόν αμέσως ενσωματώθηκαν στο νέο τόπο εγκατάστασής τους και αναμείχθηκαν με τους γηγενείς. Για τη μεγάλη όμως μάζα των προσφύγων, παρά την ταχεία αποκατάστασή τους, η αφομοίωση ήταν μία διαδικασία που κινήθηκε με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, ψυχικά τραυματισμένοι και με το άγχος πρώτα της επιβίωσης και αργότερα της βελτίωσης της ζωής τους, εξέφραζαν συχνά παράπονα για την αντιμετώπιση του κράτους, αλλά και των γηγενών κατοίκων του. Κατηγορούσαν το ελληνικό κράτος ότι με την υπογραφή της Σύμβασης ανταλλαγής της Λοζάνης και του ελληνοτουρκικού Συμφώνου του 1930 παραβίασε βασικά δικαιώματά τους• ότι αποζημιώθηκαν μόνο κατά ένα μέρος για την περιουσία που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους• ότι, τέλος, η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε πάντοτε σε αυτούς. Πράγματι, παρά την ύπαρξη νόμων (ήδη πριν από το 1922) που απαγόρευαν τη μεταβίβαση της μουσουλμανικής ακίνητης ιδιοκτησίας, η έλλειψη κτηματολογίου, η ανυπαρξία, σε πολλές περιπτώσεις, τίτλων ιδιοκτησίας και η δυσκολία στην οριοθέτηση ή την περίφραξή της, συνέβαλαν στο να περιέλθουν τέτοιες εκτάσεις σε ντόπιους. Αλλά και το ίδιο το κράτος κάποιες φορές παραχώρησε ανταλλάξιμη περιουσία σε γηγενείς ακτήμονες ή σε ευαγή ιδρύματα.
εικόνα
Χάρτης με τις γεωργικές εκτάσεις που διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες και γηγενείς
κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 (Υπουργείο Γεωργίας 1938)
Σε γενικές γραμμές υπήρχε διαφορά νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Οι γηγενείς αναφέρονταν συχνά στο ήθος των προσφύγων (κυρίως των αστών), στη ροπή τους για διασκέδαση και την κοσμοπολίτικη συμπεριφορά αυτών και των γυναικών τους. Οι πρόσφυγες από τη μεριά τους μιλούσαν για το χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των ντόπιων και πρόβαλλαν την ελληνικότητά τους, την οποία οι ντόπιοι συχνά αμφισβητούσαν.
Η διάσταση προσφύγων και γηγενών εκφράστηκε κυρίως:
Στην οικονομική ζωή. Υπήρχε ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία της γης και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Στην πολιτική ζωή. Πριν ακόμη από την παροχή στέγης και εργασίας, οι πρόσφυγες απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα. Εντάχθηκαν στο κόμμα του Βενιζέλου τόσο ως ψηφοφόροι όσο και ως πολιτευτές, βουλευτές και υπουργοί. Οι αντιβενιζελικοί και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσαν το μίσος εναντίον τους.
Στην κοινωνική ζωή. Οι πρόσφυγες που κατοικούσαν στους συνοικισμούς ήταν απομονωμένοι, δεν είχαν συχνές επαφές με ντόπιους και προτιμούσαν να συνάπτουν γάμους μεταξύ τους. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μέσα στις πόλεις ή τα χωριά. Ο χώρος εργασίας, το σχολείο, η εκκλησία και κυρίως η γειτονιά έδιναν ευκαιρίες επικοινωνίας με τους ντόπιους. Σιγά-σιγά άρχισαν να συνάπτονται μικτοί γάμοι, που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν όλο και περισσότεροι19.
Η αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών, σε ελάχιστες περιπτώσεις πήρε τη μορφή ανοικτής σύγκρουσης. Ο όρος «πρόσφυγας», όμως, είχε στην κοινή συνείδηση υποτιμητική σημασία, για πολλά χρόνια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προσφύγων και γηγενών έπαψε να υπάρχει μετά τη δεκαετία του 1940. Αλλά και από πιο πριν οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς και αργότερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους συμμετείχαν σε όλες τις δραστηριότητες στη νέα πατρίδα τους.
 
19. Μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων για την άφιξή τους στην Ελλάδα
Το ταξίδι κράτησε δεκαέξι μέρες. Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Έβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: «Θα σας πάμε με αραμπάδες σ' ένα χωριό». Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός• κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε σ' όλο αυτό το διάστημα...
Άλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: «Ποιοι είστε, τί θέλετε; » Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τί να μας δώσουν; Μια «καλημέρα» μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας ψωμί....
Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε. Έρχεται ένας αέρας και τις παίρνει τις παράγκες. Τί να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησία του Άι-Γιώργη, εκεί κοντά. ...
Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Αλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν• Κερκυραίοι πήραν προσφυγοπούλες.
(Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου από το Ικόνιο).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τόμ. Β', σ. 348-349.

ΠΗΓΕΣ

1.Κοινωνική ένταξη των προσφύγων

Αντλώντας στοιχεία από τa ιστορικά παραθέματα και με βάση τις πληροφορίες από το σχολικό εγχειρίδιο να καταγράψετε τους λόγους που στάθηκαν εμπόδιο στη γρήγορη κοινωνική ένταξη των προσφύγων

"...οι εκλογικοί κατάλογοι των προσφύγων είναι νοθευμένοι."
Αντιβενιζελικές ομάδες άρχισαν να βλέπουν με δυσαρέσκεια την πολιτική βαρύτητα που απέκτησαν οι πρόσφυγες με τη δυνατότητα τους να ψηφίζουν. Είναι γνωστό ότι η βενιζελική, ιδιαίτερα, παράταξη ευνοήθηκε από την ψήφο τους. Συχνές είναι οι καταγγελίες του αντιπάλου κόμματος ότι οι εκλογικοί κατάλογοι των προσφύγων είναι νοθευμένοι.
Χ. Λούκος, «Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ερμούπολη», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σ. 209


"...τίτλος ανυποληψίας το «πρόσφυγας»..."
«Είμαστε Έλληνες όσο κι εδώ. Αλλά με το «πρόσφυγες» μας ξεχώρισαν, μας τοποθέτησαν στο περιθώριο της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το «πρόσφυγας», πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης, οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ' αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε το "πρόσφυγας", δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες, εμείς τα είχαμε καταφέρει» (μαρτυρία Π. Καλαϊτζή).
Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 177


Σχέσεις προσφύγων και ντόπιων

Με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω θέλησα να δείξω ότι η ελληνική κοινωνία βρέθηκε μπροστά σε ζητήματα δυσεπίλυτα, σε ζητήματα που, ενώ δεν ανατρέπουν δομές, ενώ υποτάσσονται στο κοινωνικό status quo, δημιουργούν ωστόσο παρενέργειες στην καθημερινή ζωή των γηγενών, πολύ περισσότερες από αυτές που δημιουργούν οι άλλες μέθοδοι της στεγαστικής πολιτικής. Επιτάξεις και συγκατοίκηση, όταν θεωρούνται στο επίπεδο της καθημερινότητας, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων μεταλλάσσονται σε σχέσεις φόβων, καχυποψίας, προκαταλήψεων και επιρροής στερεοτύπων, αντεγκλίσεων και ε¬ντάσεων, φαίνεται ότι δεν τεκμηριώνουν αυτές τις στάσεις κοινωνικής ευαισθησίας και σύμπνοιας που θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπήρξαν και ότι οδήγησαν στην αμοιβαία αφομοίωση των δύο κοινωνικών μορφωμάτων, προσφύγων και ντόπιων. Όταν όμως θεωρούνται στο επίπεδο μιας γενικεύουσας προοπτικής του ευρύτερου φαινομένου, αποδεικνύουν περίτρανα την ύπαρξη μιας κοινωνίας με ανεκτικότητα, αντοχή και βαθύ αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας κοινωνίας που στάθηκε εντέλει ικανή να αφομοιώσει 1,5 σχεδόν εκατομμύριο πληθυσμού, πραγματοποιώντας ένα τεράστιο έργο αποκατάστασης και παραχωρώντας, ως ένα βαθμό, ακόμα και τα σχολεία της, ακόμα και τα ενδότερα της οικογενειακής της ζωής.
Μένει να διερευνηθεί αν η διαφορά της κοινωνικής συμπεριφοράς στα δύο αυτά επίπεδα ανάλυσης εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο του φυσιολογικού και του αναμενόμενου, ή μήπως υποδηλώνει ίδιες της κοινωνίας μας εσωτερικές αντιφάσεις. Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 84-85


2.Η ενσωμάτωση των προσφύγων

Αντλώντας στοιχεία από τα ιστορικά παραθέματα και με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις να δείξετε την αποφασιστικότητα της ΕΑΠ να επιτελέσει το έργο της αλλά και των ίδιων των προσφύγων να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα. Ποια στοιχεία αποτέλεσαν εμπόδιο στην αποκατάσταση;

Δήλωση του εκπροσώπου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών το 1924
«Είμαστε αποφασισμένοι να διαθέσουμε το ποσόν του ενός εκατομμυρίου αγγλικών λιρών, το οποίο μας έχει χορηγηθεί ως τώρα για να αποδείξουμε πως αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να στεγαστούν και να εγκατασταθούν και πώς αυτή η τεράστια συμφορά μπορεί να μετατραπεί σε ευλογία Θεού και αφενός να καταστήσει τους πρόσφυγες οικονομικά αυτάρκεις, αφετέρου να συμβάλει στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει και η Ελλάδα ένα κράτος αύταρκες, το οποίο ύστερα από λίγα χρόνια δεν θα εξαρτάται πια από τις εισαγωγές».
Ε. Κοντογιώργη, «Αγροτικές προσφυγικές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία 1923-1930», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9ος, Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα 1992, σ. 54)


Ο πρόσφυγας Σάββας Φωτόπουλος αποκαλύπτει τις διαστάσεις του προβλήματος της προσφυγικής αποκατάστασης
«Ο καημός όμως ήτανε να ΄χουμε ένα μικρό κτήμα δικό μας, ν΄αποκτήσουμε πάλι λίγη γη και να πούμε πως κάναμε πάλι χωριό δικό μας. Πες, πες, καταφέραμε και μας έστειλαν στην Ήπειρο, σ΄ένα χωριό κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, την Πέρδικα ... Η Πέρδικα που πήγαμε, ήταν πιο πολύ τούρκικο χωριό κι ελάχιστοι χριστιανοί. Τετρακόσιοι Τούρκοι ήτανε, απ΄τους οποίους μόνο καμιά εκατοστή είχανε φύγει με την Ανταλλαγή. Οι άλλοι δηλώσανε πως είναι Τουρκαλβανοί και μείνανε.
Κι εκεί δεν μπορέσαμε να ριζώσουμε. Νοικιάζαμε χωράφια, δουλεύαμε στα τούρκικα, αλλά τίποτε δεν κάναμε.
Κι επιτέλους στα 1925 κατορθώσαμε και μας έστειλε το κράτος σ΄ ένα μέρος έξω από την Πρέβεζα. Εκεί μας έδωσαν στον καθένα ένα χωράφι και σπίτι να κάτσουμε. Το μέρος αυτό το έλεγαν Σινώπη, γιατί είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Σινώπη του Πόντου. Εκεί αποκτήσαμε επιτέλους τη γη που θέλαμε. Δουλέψαμε σκληρά, παλέψαμε με το κρύο και με τη ζέστη και πάλι όμως δεν μπορέσαμε να ζήσουμε όπως νομίσαμε. Φτώχεια και δυστυχία ...»
(Πηγή: Μαρτυρία του Σάββα Φωτόπουλου από την Ακκαγιά της Κερασούντας, Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Συλλογέας, Ελένη Γαζή, 6/7/1961, στο Προσφυγική Ελλάδα, Αθήνα 1992, σ. 9 – 12)


ΟΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ


Δεκαετίες 1920 και 1930: [σελ. 163], αντικειμενικές δυσχέρειες για ενσωμάτωση προσφύγων, οικονομία και πολιτική.
1924-1928 :[σελ. 163], το μεγαλύτερο μέρος του έργου από την ΕΑΠ για την αποκατάσταση προσφύγων
(από το 1922): [σελ. 163], ύπαρξη νόμων που απαγόρευαν τη μεταβίβαση ακίνητης μουσουλμανικής περιουσίας
δεκαετία 1940: [σελ. 166], τερματίζεται ο διαχωρισμός γηγενών και προσφύγων